Αβέβαιο το μέλλον των Ολυμπιακών Αγώνων – Πρόταση να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα
Το μέλλον των Ολυμπιακών Αγώνων είναι αβέβαιο και σύμφωνα με μία πρόταση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, η Ελλάδα μπορεί να είναι η λύση.
Φέτος, οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα διεξαχθούν στο Παρίσι, το 2028 στο Λος Άντζελες, το 2032 στο Μπρίσμπεϊν, την 3η μεγαλύτερη πόλη της Αυστραλία, όμως ποια θα είναι η επόμενη πόλη, αν αναλογιστούμε ότι πλέον δεν υπάρχουν πρόθυμοι οικοδεσπότες για να φιλοξενήσουν το κορυφαίο αθλητικό γεγονός στον κόσμο;
Η διοργάνωση των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων έχει γίνει μια εξαιρετικά δαπανηρή υπόθεση και είναι πολύ πιθανό να χρειαστούν ριζικές αλλαγές από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή για να μην εξαφανιστούν στο μέλλον. Μία από αυτές θα μπορούσε να είναι η μόνιμη επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων στην πατρίδα τους, την Ελλάδα. Πρόκειται για μία πρόταση που έχει κατατεθεί ήδη από την επιτροπή σύμφωνα με την εφημερίδα «τα Νέα» και για να αποφευχθεί οικονομική επιβάρυνση για τη χώρα μας, υπάρχει πρόβλεψη για άλλη μια συνδιοργανώτρια χώρα που θα αλλάζει κάθε τέσσερα χρόνια.
Η απροθυμία φιλοξενίας των Ολυμπιακών Αγώνων
Προφανώς, για να πάρει μία τέτοια απόφαση η ΔΟΕ σημαίνει ότι τα περιθώρια έχουν στενέψει και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Πλέον ο ανταγωνισμός για την τιμή της φιλοξενίας της διοργάνωσης είναι ανύπαρκτος Για το 2004 αντίπαλοι της Αθήνας, ήταν η Ρώμη, το Μπουένος Άιρες, η Στοκχόλμη και το Κέιπ Τάουν (Νότια Αφρική), για το 2008 οι υποψηφιότητες μπορεί να αυξήθηκαν και για το 2012 να ήταν 9, όμως τα τελευταία χρόνια το σκηνικό της ζήτησης έχει αλλάξει ολοκληρωτικά.
Για το 2024 και για το 2028 μοναδικές υποψήφιες πόλεις ήταν το Παρίσι και το Λος Άντζελες. Όταν η ΔΟΕ ανακοίνωσε το 2015 την έναρξη της διαδικασίας υποψηφιοτήτων και τις πέντε υποψήφιες πόλεις για τους ΟΑ του 2024 : Ρώμη, Βουδαπέστη, Αμβούργο, Παρίσι, Λος Άντζελες, οι τρεις πρώτες αποσύρθηκαν και αφού δεν υπήρχε ανταγωνισμός, μεταξύ τους διάλεξαν τη χρονιά που ήθελαν, με το Παρίσι να επιλέγει το 2024 και τη ΔΟΕ να κάνει για πρώτη φορά στην Ιστορία διπλή ανάθεση για 2024 και 2028.
Το ίδιο συνέβη και με τη διοργάνωση του 2032 στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας, καθώς και πάλι δεν υπήρξε ενδιαφέρον από καμία άλλη χώρα. Υποψήφιες πόλεις υποδοχής, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 και 2028, όπως το Αμβούργο και η Βουδαπέστη απέρριψαν την πιθανότητα να φιλοξενήσουν τους αγώνες σε δημοψηφίσματα. Επομένως οι αναθέσεις για τη ΔΟΕ ήταν μονόδρομος.
Η εκτίναξη του κόστους και η συνειδητοποίηση των οικονομικών κινδύνων που οι Ολυμπιακοί Αγώνες θέτουν στις διοργανώτριες πόλεις, είναι προβλήματα που έχουν εντοπιστεί παγκοσμίως και αυτά επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο από την εμφάνιση του κορονοϊού.
Παρόλο που διεξάγονται συνήθως σε μεγάλες πόλεις, οι οποίες διαθέτουν ήδη μεγάλα στάδια, λοιπές αθλητικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχεία, επιλογές μεταφοράς κ.λπ. η προετοιμασία που πρέπει να γίνει για την φιλοξενία των Ολυμπιακών Αγώνων είναι εξαιρετικά μεγάλη και αυτό αποδεικνύεται και από τα κόστη μερικών από των περασμένων διοργανώσεων του 21ου αιώνα, τότε που ουσιαστικά άρχισε να κάνει την εμφάνιση του πρόβλημα.
- Σίδνεϋ 2000: €4,46 δισ.
- Αθήνα 2004: €9 δισ.
- Πεκίνο 2008: €39.3 δισ.
- Ρίο 2016: €14 δισ.
Παρόλη την αξιοσημείωτη οικονομική συνεισφορά που επέφερε η εκτίναξη των διεθνών χορηγικών συμφωνιών και των παγκόσμιων δικαιωμάτων των μέσων ενημέρωσης, το τελικό κόστος της εκάστοτε διοργάνωσης ήταν ασυναγώνιστο. Σύμφωνα με το Georgetown Journal of International Affairs, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2016 στο Ρίο, οι οποίοι κόστισαν στην κυβέρνηση και τους διοργανωτές στη Βραζιλία τουλάχιστον €14 δισ., απέφεραν το πολύ €9 δισ. σε έσοδα, μεγάλο μέρος των οποίων κρατήθηκε από τη ΔΟΕ και, επομένως, δεν μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των εξόδων που συνδέονται με τη διοργάνωση.
Οι περισσότερες εμπειρικές μελέτες προηγούμενων Ολυμπιακών Αγώνων έχουν δείξει μόνο μέτριες, αν υπάρχουν, αυξήσεις στην οικονομική δραστηριότητα λόγω της αύξησης του τουρισμού κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να δικαιολογήσουν οικονομικά το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων.
Η μείωση των κανονικών τουριστών, η οποία προκύπτει από εκείνους που επιδιώκουν να μένουν μακριά από την ολυμπιακή συμφόρηση, τις υψηλές τιμές και τα ζητήματα ασφάλειας (π.χ. τρομοκρατικά χτυπήματα), δεν αφήνει πολλά περιθώρια κέρδους από τον τουρισμό.
Δεδομένου ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σε πόλεις με μεγάλη τουριστική δημοφιλία, είναι πιο πολύ πιθανό η διοργανώτρια χώρα να ζημιώνεται παρά να επωφελείται. Παραδείγματα τουριστικά ζημιωμένων πόλεων είναι το Λονδίνο που ο καθαρός τουρισμός του μειώθηκε κατά 5% το 2012 και το Πεκίνο που σημείωσε πάνω από το 20% αύξηση το 2008.
Ο συγγραφέας Andrew Zimbalist στο βιβλίο του «Circus Maximus: The Economic Gamble Behind Hosting the Olympics and the World Cup» διαψεύδει με δεδομένα τον ισχυρισμό ότι οι πόλεις που επιλέχθηκαν για να φιλοξενήσουν αυτές τις αθλητικές εκδηλώσεις υψηλού προφίλ βιώνουν μία απροσδόκητη κερδοφορία.
Επίσης, εκτός από τους ίδιους του Ολυμπιακούς Αγώνες μεγάλο θέμα συζήτησης είναι και η χώρα-οικοδεσπότης. Ελλοχεύει ο κίνδυνος αντί να εισπράξει αίγλη μετά από αυτό το μεγάλο αθλητικό γεγονός, να αποκτήσει κακή φήμη ή να τη διαιωνίσει με αποτέλεσμα να πληγεί ο τουρισμός τους για τα επόμενα χρόνια. Το Πεκίνο το 2008 εδραίωσε τη φήμη της πόλης για την αποκρουστική ρύπανση και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ το Ρίο 2016 υπενθύμισε στον κόσμο τη διαφθορά, την αποδιοργάνωση και τα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας στη Βραζιλία.
Γιατί εκτινάχθηκε το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων
Ακόμα και αν ο αριθμός των αθλητών που διαγωνίζονται είναι σχεδόν ο ίδιος από το 1996 (10,318 αθλητές) -λίγο πριν τον 21ο αιώνα- μέχρι και το 2024 (10.500 αθλητές), συνεχίζει να αποτελεί ένα μεγάλο έξοδο που πρέπει να καλυφθεί από τη διοργανώτρια πόλη. Οι πόλεις που θα φιλοξενήσουν τους Θερινούς Αγώνες πρέπει να έχουν 40 αθλητικούς χώρους, ένα Ολυμπιακό Χωριό που να φιλοξενεί 16.000 αθλητές, προπονητές και άλλα μέλη των αποστολών, έναν χώρο για τους ανταποκριτές από όλο τον κόσμο καθώς με εγκαταστάσεις που θα επιτρέπουν την εύκολη μεταφορά τους ανάμεσα στους χώρους και τα στάδια. Όμως αυτός είναι ένας σταθερός οικονομικός παράγοντας στην Ολυμπιακή εξίσωση.
Όπως είπαμε νωρίτερα κάθε διοργανώτρια πόλη έχει από μόνες τις κάποιες αθλητικές υποδομές, όμως πολλές φορές δεν τηρούν τις απαιτούμενη εξειδίκευση ή τις προδιαγραφές χωρητικότητας, οπότε πρέπει να κατασκευαστούν εκ νέου. Αν βάλουμε στην εξίσωση την έλλειψη εγκαταστάσεων για τα νέα ή λιγότερο δημοφιλή αθλήματα, μπορούμε να μαντέψουμε πόσες νέες αθλητικές εγκαταστάσεις απαιτούνται από κάθε διοργάνωση.
Εγκαταστάσεις που μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες έχουν καθόλου ή περιορισμένη χρήση, με αποτέλεσμα μετά από λίγα χρόνια να «ρημάζουν». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των εγκαταστάσεων της Αθήνας.
Χρειάζονται επίσης χώροι τελετών και πάρκο, που απαιτούν χιλιάδες στρέμματα για τη φιλοξενία των Αγώνων σε πόλεις που ως επί τω πλείστω είναι πυκνοκατοικημένες. Για να υπάρχει χώρος για όλα αυτά, ουσιαστικά εκτοπίζουν εκατοντάδες, χιλιάδες ή στην περίπτωση του Πεκίνου πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους της περιοχής από τα σπίτια τους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, όπως πλέον και κάθε άλλο μεγάλο πολιτισμικό γεγονός, αποτελούν πρωταρχικό στόχο τρομοκρατικών δραστηριοτήτων. Οι θανατηφόρες επιθέσεις στο Μεξικό το 1968 και το Μόναχο το 1972 είναι οι δύο πόλεις με καταγραμμένες επιθέσεις κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Το κόστος ασφάλειας για τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες έχει αυξηθεί 6 φορές από τη δεκαετία του 1990 και πλέον ξεπερνά το €1,4 δισ. που προστίθεται στο ήδη επιβαρυμένο κόστος.
Οι λανθασμένοι προϋπολογισμοί και η περίπτωση του Τόκιο
Ένα άλλο εξίσου σημαντικό πρόβλημα είναι ότι υπήρξε μια συστημική αδυναμία από την πλευρά των διοργανωτών να εκτιμήσουν σωστά το κόστος των δαπανών με αποτέλεσμα να βγαίνουν εκτός του αρχικού τους προϋπολογισμού. Οι ερευνητές της Οξφόρδης Bent Flyvbjerg, Allison Stewart και Alexander Budzier ανέφεραν ότι μεταξύ 1960 και 2016, ο μέσος όρος των Ολυμπιακών Αγώνων υπερέβη κατά 156% τον προϋπολογισμό και η περίπτωση του Τόκιο, πόλη φιλοξενίας των Ολυμπιακών Αγώνων το 2020/21 αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο των υπερβάσεων κόστους.
Το Τόκιο έλαβε τα δικαιώματα φιλοξενίας το 2013 με προσφορά €6,8 δισ., όμως στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι τα €28 δισ.. Τελικά, η ΔΟΕ έδωσε μόλις €749 εκατ. από εισφορές των ΜΜΕ και €468 εκατ. από έσοδα από διεθνείς χορηγίες, με το Τόκιο να αναγκάζεται να καταβάλει μόνο του το υπόλοιπο ποσό.
Σε αυτό το ποσό συμπεριλαμβάνονταν €2.8 δισ. για τα υγειονομικά μέτρα κατά του κορονοϊού, ο οποίος έπληξε οικονομικά τη διοργανώτρια πόλη. Με τους τουρίστες να απαγορεύεται να παρευρεθούν στους Αγώνες, οι πωλήσεις των εισιτηρίων, οι κρατήσεις των ξενοδοχείων και οι επισκέψεις σε εστιατόρια και μουσεία ήταν ανύπαρκτες. Επιπλέον, η απαγόρευση του κοινού μείωσε και τα έσοδα από τις εγχώριες χορηγίες ήταν ένα ακόμη οικονομικό χτύπημα για το Τόκιο που αντιμετώπισε έλλειμμα δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
Εξαιρουμένης της περίπτωσης του Τόκιο, τα αυξημένα έξοδα δεν απειλούν μόνο τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και το μέλλον των περισσότερων μεγάλων διεθνών αθλητικών διοργανώσεων.
Μία βιώσιμη λύση θα ήταν πράγματι η καθιέρωση μόνιμων οικοδεσποτών. Ειδικά πόλεις που θα έχουν φιλοξενήσει πρόσφατα τους Ολυμπιακούς Αγώνες όπως είναι το Λονδίνο, το Παρίσι και το Λος Άντζελες και έχουν την εμπειρία της διαχείρισης μεγάλων εκδηλώσεων, ίσως θα μπορούσε να είναι πράγματι η λύση στο πρόβλημα.
Επιπλέον, οι εγκαταστάσεις θα αποκτήσουν ένα διαχρονικό σκοπό και ποιος ξέρει μπορεί να γίνουν πόλος έλξης και να δημιουργηθεί ένας καινούργιος τομέας τουρισμού που θα αφορά τις εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών Αγώνων. Ακόμα και να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αν δεν υπάρξει η υποστήριξη της ΔΟΕ και ένα στρατηγικό σχέδιο, το μέλλον των Ολυμπιακών Αγώνων θα συνεχίσει να είναι αβέβαιο.
Πηγή: ieidiseis.gr