Χαιρετισμός του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων στο συνέδριο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο: «50 χρόνια μετά: Τα οικονομικά της Δικτατορίας»
Με θέμα «50 χρόνια μετά: Τα οικονομικά της Δικτατορίας» το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών διοργάνωσε συνέδριο, υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.
Το συνέδριο άνοιξε με τον χαιρετισμό του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, κ. Κωνσταντίνου Τασούλα, ο οποίος ξεκίνησε την αναφορά του από το γεγονός πως τα οικονομικά της δικτατορίας έμειναν στη σκιά άλλων θεμάτων όπως η καταπάτηση των ανθρωπίνων ελευθεριών, η πρόκληση της κυπριακής τραγωδίας ή το μέγεθος της συμβολής σε αυτήν των ΗΠΑ.
«Όντως υπάρχει και σέρνεται ένας μύθος, ότι μάλλον στα οικονομικά μπορεί και να τα πήγαν καλά, ενώ αυτό δεν ισχύει» σημείωσε ο Πρόεδρος της Βουλής και κατέθεσε αρχικά μία άγνωστη διάσταση της σοβαρής κριτικής που έγινε την περίοδο της δικτατορίας για τα ζητήματα αυτά, μέσα από το βιβλίο του Γεωργίου Ράλλη, που εξέδωσε το 1971, με τίτλο «Η αλήθεια για Έλληνες πολιτικούς», με το οποίο απαντούσε στις αιτιάσεις της δικτατορίας ότι το «φαύλο» πολιτικό σύστημα δεν κατάφερε να ανορθώσει τη χώρα και να πετύχει τους στόχους και τα οράματα των αγωνιστών του ’21, κατηγορώντας τους και για την οικονομική τους πολιτική.
Ακολούθως ο κ. Τασούλας αναφέρθηκε σε μία ακόμα κριτική στα οικονομικά της δικτατορίας, που είχε ασκηθεί και δεν είναι γνωστή, από έναν άλλο σπουδαίο Έλληνα πολιτικό του προηγούμενου αιώνα, τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα. Συγκεκριμένα είπε ότι «ο Ευάγγελος Αβέρωφ, προσπαθώντας αρχικά να δημιουργήσει μια γέφυρα προς το δικτατορικό καθεστώς και να τους πείσει -μάταια τελικά- ότι η μετάβαση προς τη δημοκρατία πρέπει να αποτελεί το κύριο μέλημα τους αλλιώς θα έρθουν συμφορές, κάνει και σοβαρή κριτική προς τα οικονομικά της δικτατορίας εν έτει 1969 , 1973 και 1974, σε τρεις περιόδους, σε αντίστοιχες -προφητικές- επιστολές του προς τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Ιωαννίδη και τον Γκιζίκη».
«Βλέπετε δηλαδή ότι αυτός ο μύθος για τα οικονομικά της δικτατορίας, τον οποίον -όχι από εμπάθεια ή από αντιδικτατορικό μένος- οι αναλύσεις πείθουν, ότι ήταν όντως μύθος, αυτός ο μύθος είχε γίνει νωρίς και εγκαίρως αντιληπτός και είχε επισημανθεί με κίνδυνο για εκείνους οι οποίοι τότε τον επεσήμαναν. Η συμπεριφορά της δικτατορίας εις τον οικονομικό τομέα είχε στρεβλώσεις, μεγάλες στρεβλώσεις οι οποίες είμαι βέβαιος ότι θα επισημανθούν στο σημερινό συνέδριο» κατέληξε ο Πρόεδρος της Βουλής, διαβεβαιώνοντας ότι όχι μόνο τη συγκεκριμένη ημερίδα αλλά και την έκδοση των πρακτικών και τις μετέπειτα ερευνητικές προσπάθειες που θα ολοκληρώσουν και θα τελειοποιήσουν αυτή την αναζήτηση η Βουλή των Ελλήνων θα ήθελε να υποστηρίξει θερμά.
Στο συνέδριο το οποίο διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ν. Χριστοδουλάκη, απηύθυνε επίσης χαιρετισμό ο Πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Δ. Μπουραντώνης ενώ συμμετείχαν με ομιλίες οι καθηγητές: Γ. Οικονομίδης, Α. Κακριδής, Γ. Αλογοσκούσης, Φ. Κουτεντάκης, Β. Σαραντίδης, Ι.Σ. Πεπελάση, Γ. Καλογήρου, Μ. Νικολακάκης, Δ. Διακουλάκη, Π. Καμμάς, Σ. Λαζαρέτου, Β. Πεσματζόγλου, Σ. Ριζάς, Α. Κλάψης, Κ. Κωστής, Κ. Μπότσιου, Δ. Χαραλάμπης.
Ο χαιρετισμός του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων:
«Κυρίες και κύριοι, πράγματι όταν πριν από λίγους μήνες ο αγαπητός παλιός συνάδελφος στη Βουλή, κ. Νίκος Χριστοδουλάκης, μου είπε την ιδέα να γίνει με αφορμή τα 50 χρόνια από την κατάρρευση, την αυτοκατάλυση της δικτατορίας, μια ημερίδα με θέμα τα οικονομικά της που ήταν terra incognita για την επιστήμη το θεώρησα μια εξαιρετική ιδέα. Είχα βέβαια μια ψευδαίσθηση ότι υπήρχε ενασχόληση για τα οικονομικά της δικτατορίας. Ωστόσο, εκείνη η εργασία αφορούσε μια άλλη δικτατορία διότι, ο Θάνος Βερέμης έχει γράψει τα οικονομικά της δικτατορίας αλλά του Παγκάλου, η οποία αναφέρεται στην περίοδο 1925 – 1926.
Συνεπώς, είναι μία καθαρά πρωτόλεια απόπειρα που χαίρομαι να ακούω ότι θα έχει συνέχεια. Και εξηγείται νομίζω αυτή η απόσταση της έρευνας από τα οικονομικά της δικτατορίας, επειδή το κύριο βάρος της ενασχόλησής μας με αυτό το καθεστώς το πήραν τα θέματα της καταπατήσεως των ανθρωπίνων ελευθεριών, της συμφοράς της Κύπρου, του μεγέθους της συμβολής των Ηνωμένων Πολιτειών στην επιβολή της δικτατορίας, και άλλα τέτοια θέματα τα οποία απασχόλησαν την ιστορική ανάλυση και την έρευνα (γι’ αυτό) και η οικονομική διάσταση της δικτατορίας έμεινε στην σκιά. Όντως, όπως είπε ο κ. Χριστοδουλάκης, υπάρχει και «σέρνεται» ένας μύθος ότι μάλλον εκεί μπορεί και να τα πήγαν καλά, ενώ δεν είναι καθόλου έτσι. Κάνοντας χρήση αυτού του σύντομου χαιρετισμού, θα ήθελα να καταθέσω και εγώ μία άγνωστη διάσταση της σοβαρής κριτικής που έγινε την περίοδο της δικτατορίας για τα οικονομικά της το οποίο φυσικά θα είναι στη διάθεση και της έρευνας που σήμερα ξεκινάει.
Πρώτα απ’ όλα, θέλω να πω ότι όταν το 1971 με αφορμή τα τότε 150 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 η δικτατορία έβγαζε ανακοινώσεις και κατήγγειλε το «φαύλο» πολιτικό σύστημα για το ότι δεν κατάφερε να ανορθώσει τη χώρα και να πετύχει τους στόχους και τα οράματα των αγωνιστών του ‘21 κατηγορώντας τους πολιτικούς και για την οικονομική τους πολιτική. ο Γεώργιος Ράλλης, το 1971 έβγαλε ένα βιβλιαράκι απαντώντας σε αυτές τις αιτιάσεις της δικτατορίας με τίτλο «Η αλήθεια για τους Έλληνες πολιτικούς». Ήταν ένα τολμηρό βιβλίο για να το βγάλεις το 1971 απαντώντας σε αυτή την κριτική. Το βιβλίο όπου έχει μέσα μια απεικόνιση όλων των οικονομικών επιτευγμάτων -με τα πισωγυρίσματα- αλλά τελικά επιτευγμάτων της Ελλάδος από όταν απέκτησε κοινοβουλευτισμό μέχρι την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού. Βλέποντας αυτό το βιβλιαράκι, το οποίο επανέκδωσε το Ίδρυμα της Βουλής πρόσφατα, θα καταλάβει ότι ορισμένα από τα αριθμητικά «καλά» αλλά μόνο αριθμητικά – και θα εξηγηθεί αυτό – αποτελέσματα στον τομέα παραδείγματος χάριν της ανάπτυξης, των ρυθμών ανάπτυξης ή κάποια άλλα αποτελέσματα που σημειώθηκαν κατά την περίοδο εκείνη οφείλονται όπως έχει λεχθεί και από άλλους ερευνητές, πρώτον στη νομισματική σταθεροποίηση της δεκαετίας του ‘50 και στο μεγάλο αναπτυξιακό «άλμα» που σημείωσε η χώρα από το ‘56 έως το ‘66 το οποίο είχε και ένα αντίκρισμα στα μετέπειτα χρόνια. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η ανάλυση όπως είναι πολύ ενδιαφέρουσα και η στάση του Ράλλη να θελήσει τότε, με όποιον κίνδυνο εκπροσωπούσε αυτό, να δώσει μια αποστομωτική απάντηση στους δικτάτορες.
Η άλλη κριτική που είχε ασκηθεί και δεν είναι γνωστή στα οικονομικά της δικτατορίας είναι από έναν άλλο σπουδαίο Έλληνα πολιτικό του προηγούμενου αιώνα, τον Ευάγγελο Αβέρωφ Τοσίτσα, ο οποίος προσπαθώντας να δημιουργήσει μάταια μια γέφυρα προς το δικτατορικό καθεστώς και να τους πείσει -μάταια τελικά- ότι η μετάβαση προς τη δημοκρατία πρέπει να αποτελεί το κύριο μέλημα τους αλλιώς θα έρθουν συμφορές, κάνει και σοβαρή κριτική προς τα οικονομικά της δικτατορίας εν έτει 1969 , 1973 και 1974 παρακαλώ.
Σε τρεις περιόδους της δικτατορίας σε αντίστοιχες επιστολές του Αβέρωφ προς τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Ιωαννίδη και τον Γκιζίκη υπάρχει σφοδρή κριτική στην οικονομική πολιτική. Θα μου επιτρέψετε πριν διαβάσω ελάχιστα αποσπάσματα να σημειώσω ότι σε αυτή την κριτική του Ευάγγελου Αβέρωφ περιέχονται και δύο πολύ προφητικές -όχι οικονομικές αλλά πολιτικές- εθνικές προβλέψεις που δυστυχώς, επαληθεύτηκαν.
Η μία είναι στην τελευταία επιστολή προς τον Γκιζίκη τον Ιανουάριο του ‘74 εις την οποίαν λέει, αφού μιλάει για το στρατό, ότι σε όλα αυτά προστίθεται ένα έκτακτο και πολύ δυσμενές δεδομένο: «Το καθεστώς δεν δύναται, φοβούμαι, να κάνει επιστράτευση» λέει τον Ιανουάριο του ‘74 στον Γκιζίκη ότι «δεν μπορείτε να κάνετε επιστράτευση». Λέει δηλαδή σε ένα στρατιωτικό καθεστώς «φόρα παρτίδα», με επεξηγήσεις σε απόρρητη επιστολή ότι δεν μπορεί να κάνει επιστράτευση. Μάλιστα, όταν εκλήθη ο Ευάγγελος Αβέρωφ στην περίφημη σύσκεψη, εκείνη η οποία έφερε τη Μεταπολίτευση στα παλιά ανάκτορα, στη Βουλή, δεν είχε ιδέα ότι αυτή η σύσκεψη θα είχε αυτό το σκοπό. Μάλιστα νόμιζε ότι τον κάλεσε τότε ο Γκιζίκης για να του απαντήσει -καθυστερημένα βέβαια- πάνω σε αυτή την επιστολή που του είχε στείλει τον Ιανουάριο του 1974.
Μια άλλη δυστυχώς προφητική και όχι οικονομική και αυτή διαπίστωση που κάνει ο Αβέρωφ σ΄ αυτές τις επιστολές, είναι προς τον Ιωαννίδη, οπου του λέει ότι το καθεστώς που έχετε, πράγματι δεν ανατρέπεται. «Το καθεστώς δυστυχώς θα καταρρεύσει κάτω από το βάρος μιας άλφα ή βήτα μορφής εθνική συμφορά». Αυτό είναι στην επιστολή που του κάνει το 1973. Πάμε τώρα στις οικονομικές κριτικές που γίνονται σε αυτές τις τρεις επιστολές και πάμε στην πρώτη επιστολή του Ευάγγελου Αβέρωφ, με ημερομηνία 16 Απριλίου του 1969 προς τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Στον οικονομικό τομέα το 1969 υπήρχε ακόμη φόρα από τα αποτελέσματα της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που είχε η χώρα την προηγούμενη δεκαετία. «Εις τον οικονομικό τομέα υποτίθεται ότι πλέουμε εις πελάγη ευημερίας και ότι το μέλλον εμφανίζεται λαμπρόν, αλλά αν εις τας αγοράς οιασδήποτε πόλεως ερωτήσετε τους εμπόρους, τους μέσους βιομήχανους, τους επαγγελματίες, τους βιοτέχνες επί των δέκα οι επτά ή οκτώ θα σας πουν ότι διέρχονται σοβαρότατη κρίση και αυτό είναι πολύ ευγλωττότερο και ισχυρότερο από την κατά το δοκούν ερμηνεία των αριθμών. Για το μέλλον αν ερωτήσετε τους σοβαροτέρους των οικονομολόγων, θα σας πουν ότι ηκολουθήθη μια πολυπλεύρως επικίνδυνος πολιτική μεγάλων παροχών. Ότι ηυξήθη το κόστος της παραγωγής και εμειώθη η ανταγωνιστικότης των εξαγωγών. Ότι αι διάφοραι πιστώσεις, ιδίως οι αγροτικαί, εξοφλούνται πολύ δυσκολότερα από άλλοτε και ότι δια τας αγροτικάς χωρίς την επάνοδο εις τα διγράμμους επιταγάς η κατάσταση εφαίνετο καταστροφική.» Και καταλήγει ότι «με λίγα λόγια το 1969 η σύντομη και με λίγες λέξεις απεικόνιση της οικονομίας είναι ότι τρώγουμε σήμερα το ψωμί της αύριον».
Σε άλλη επιστολή αργότερα προς τον ταξίαρχο Ιωαννίδη στις 12 Ιουλίου του 1973 αναφερόμενος στο θέμα της οικονομίας επισημαίνει: «αντιληφθήκατε πού πηγαίνετε στην οικονομία μόνο όταν τρελάθηκε το χρηματιστήριο. Εύχομαι ειλικρινώς να επιτύχετε αυτήν την τιθάσευση, το παραμικρό όμως ατύχημα μπορεί να έχει ολέθριες οικονομικές συνέπειες. Μπορεί να πλησιάσουν αυτές οι συνέπειες στα όρια της χρεοκοπίας και το κακό είναι ότι τα οικονομικά είναι συνάρτησις αντικειμενικών δεδομένων αλλά είναι και συνάρτησις ψυχολογικών και τα ατυχήματα χωρίς υπαιτιότητα μπορούν να συμβούν και ως προς τα αντικειμενικά και ως προς τα ψυχολογικά δεδομένα. Για εσάς τα ψυχολογικά δεδομένα είναι εκ προοιμίου δυσμενέστατα, ως προς τα τελευταία οφείλω να επισύρω την προσοχή σας και επί ενός ειδικώς. Κυκλοφορούν φήμαι ότι υπό ορισμένας συνθήκας μπορούν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους οι σκληροί.» Εννοεί τις διάφορες φατρίες, οι οποίοι υπήρχαν μέσα στο καθεστώς και εξηγεί εν συνεχεία ότι αυτό θα είναι εντελώς χαριστική βολή στην οικονομία. Και τελειώνω αυτές τις άγνωστες αναφορές καταλήγοντας στην επιστολή προς τον Φαίδωνα Γκιζίκη της 20ης Ιανουαρίου του 1974, όπου κάνοντας μια κριτική της οικονομίας λέει: «η οικονομική κατάστασις, λόγω συγκεκριμένων αιτίων οφειλομένων κατά πολύ εις την οικονομικήν πολιτικήν της 21ης Απριλίου-αφύσικος τεχνητή συμπίεσις τιμών αφ’ενός, και σύγχρονος τεχνητή υπερθέρμανσις της οικονομίας αφ’ετέρου, -αλλά τελευταίως και λόγω σοβαρών διεθνών αιτίων, μη επενεργησάντων ακόμη πλήρως, θα καταστή δυσχερής. Θα καταστή πολύ δυσχερεστέρα από ό,τι είναι σήμερον. Θα θιγούν από αυτήν και θα υποφέρουν σχεδόν όλοι οι Ελληνες, και ιδιαίτερα όσοι αποζούν από σταθερά εισοδήματα. Τούτο θα οξύνεται περισσότερον από την παρουσίαν του παρόντος καθεστώτος. Διότι η οικονομία, παντού και πάντοτε, δεν είναι μόνον θέμα αντικειμενικών, απτών, μετρουμένων δεδομένων. Είναι και θέμα ψυχολογίας».
Βλέπετε δηλαδή ότι αυτός ο μύθος τον οποίον όχι από εμπάθεια ή από αντιδικτατορικό μένος οι τότε αναλύσεις πείθουν, ότι ήταν όντως μύθος, αυτός ο μύθος είχε γίνει νωρίς και εγκαίρως αντιληπτός και είχε επισημανθεί με κίνδυνο για εκείνους οι οποίοι τότε τον επεσήμαναν. Η συμπεριφορά της δικτατορίας εις τον οικονομικό τομέα είχε στρεβλώσεις, μεγάλες στρεβλώσεις οι οποίες είμαι βέβαιος και στις τέσσερις συνεδρίες θα επισημανθούν.
Έχει ασχοληθεί, για να είμαι δίκαιος, μιας και ο Βερέμης έγραψε για άλλη δικτατορία, έχει ασχοληθεί για τα οικονομικά της δικτατορίας με εμπεριστατωμένη κριτική ο Πάνος Καζάκος, στο κεφάλαιο για τη δικτατορία που περιέχεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών. Έχει επίσης ασχοληθεί με τα ίδια περίπου λόγια με περισσότερα στοιχεία πολύ μεταγενέστερα πάλι ο Καζάκος σε μία έκδοση πρακτικών ενός συνεδρίου, που έκανε το Ίδρυμα της Βουλής τον Νοέμβριο του 2014, με θέμα τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση. Εκεί υπάρχει ένα κεφάλαιο, πάλι του Καζάκου, που αφορά στα οικονομικά της δικτατορίας, όπου μιλάει για τη στρεβλή ανάπτυξη, για τη μονομέρεια της οικοδομής, για τις παροχές, για το ότι ροκανίζουμε το αύριο εξυπηρετώντας το σήμερα, που είπε και ο Αβέρωφ στην επιστολή του προς τους δικτάτορες.
Αλλά όλα αυτά είναι αποσπασματικά, είναι ελάχιστα και συνεπώς αναδεικνύουν ακριβώς τη σημασία κ. Χριστοδουλάκη, αυτής της πρωτοβουλίας, που με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο πήρατε και που η Βουλή εδέχθη ευχάριστα εις το να το υποστηρίξει με κάθε τρόπο. Και συνεπώς χαιρετίζω αυτή την πρωτοβουλία, η οποία ολοκληρώνει την εικόνα μας για την επταετή δικτατορία, την ολοκληρώνει σε έναν τομέα ο οποίος είχε μείνει στη σκιά.
Θα ήθελα να διαβεβαιώσω ότι όχι μόνο αυτή την ημερίδα αλλά και την έκδοση των πρακτικών και τις μετέπειτα ερευνητικές προσπάθειες που θα ολοκληρώσουν και θα τελειοποιήσουν αυτή την αναζήτηση η Βουλή των Ελλήνων θα ήθελε πάρα πολύ να υποστηρίξει, όπως και την ημερίδα. Συγχαρητήρια και κάθε επιτυχία στις εργασίες σας»