Ηράκλειο: 18.000 επισκέπτες στην έκθεση του Νίκου Ψιλάκη για τις τελετουργίες και τα έθιμα της Κρήτης! (pics)
Με ιδιαίτερη επιτυχία ολοκληρώθηκε η έκθεση του Νίκου Ψιλάκη στη Δημοτική Πινακοθήκη Ηρακλείου (Βασιλική Αγίου Μάρκου) η έκθεση του Νίκου Ψιλάκη «Κρήτη, Νήσος Λαλέουσα – Έθιμα που δεν έσβησε ο χρόνος», με 120 φωτογραφίες που αποκάλυψαν τον εθιμικό πλούτο της Κρήτης και τις ιδιαιτερότητες του παραδοσιακού μας πολιτισμού.
Η έκθεση, που ο Περιφερειάρχης κ. Σταύρος Αρναουτάκης τη χαρακτήρισε «ακτινογραφία της κρητικής ψυχής» και εξέφρασε την επιθυμία του να επαναληφθεί σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, προσήλκυσε 18.000 επισκέπτες από κάθε σημείο του νησιού, ακόμη και από απομακρυσμένες περιοχές, καθώς και πλήθος σχολικών τάξεων όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Διδάσκοντες και διδασκόμενοι είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν ένα μοναδικό πανόραμα τελετουργιών που οι περισσότερες έλκουν την καταγωγή από τη μακρινή αρχαιότητα, τα αρχαϊκά, τα κλασικά, τα βυζαντινά χρόνια, και που ο δημιουργός της έκθεσης είχε φροντίσει να τεκμηριώσει την εικόνα με περιεκτικές ιστορικές αναφορές και εθνολογικές προσεγγίσεις. Και είναι παρήγορο το γεγονός ότι πολλοί εκπαιδευτικοί προχώρησαν ακόμη παραπέρα σχεδιάζοντας εργασίες και δράσεις με αφορμή κάποια από τα λιγότερο γνωστά έθιμα της Μεγαλονήσου.
Η εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής επιτυχία (Νοέμβριος – Δεκέμβριος, μήνες χωρίς ιδιαίτερη τουριστική κίνηση) δείχνει αφενός το ενδιαφέρον της κοινωνίας για τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις του παραδοσιακού πολιτισμού και αφετέρου τον κοινό προβληματισμό για το αύριο. Ο ίδιος ο κ. Ψιλάκης επισήμανε πολλές φορές στους επισκέπτες της έκθεσης ότι δεν επιδίωξε να κάνει μια αναφορά σε κάτι που χάνεται αλλά σε αυτό που παραμένει ζωντανό ακόμη στις ψυχές των ανθρώπων, χαρακτηρίζοντας τον εθιμικό πλούτο πηγή έμπνευσης και στοιχείο που διαμόρφωσε τη συλλογική πολιτιστική μας ταυτότητα.
Ο Νίκος Ψιλάκης γράφει για την έκθεση «Κρήτη, Νήσος Λαλέουσα – Έθιμα που δεν έσβησε ο χρόνος»
Έτσι, σαν εξομολόγηση…
Τώρα πια ξέρω. Δεν είναι μονάχα ψηφίδες του χτες, δεν είναι απλές αντανακλάσεις της μνήμης επιχρισμένες με τη χρυσόσκονη της ανθρώπινης νοσταλγίας. Εφόδια είναι. Και πλούτος ψυχής. Για τις τελετουργίες μας ο λόγος, τα έθιμα «που δεν έσβησε ο χρόνος». Για όλα αυτά που κρατούν τους λαούς ζωντανούς στα δύσκολα περάσματα της ιστορίας. Για την άυλη μα και αδιαπέραστη πανοπλία μας.
Τα αναλογίζομαι πιο συχνά τώρα που τέλειωσε η έκθεση «Κρήτη, Νήσος Λαλέουσα», ξαναφέρνω μπροστά μου μια-μια τις εικόνες, τους νέους και τους γέρους, τους μαθητές και τους δασκάλους, τους ανθρώπους που ήρθαν επί τούτου από τόπους μακρινούς. Στο μυαλό μου θα μείνει για πάντα το συναίσθημα που τόσο αυθόρμητα αναδυόταν σε κάθε στιγμή. Το συναίσθημα που πολλές φορές ξεχειλίζει και γίνεται άλλοτε επιφώνημα, άλλοτε λαλέουσα σιωπή και άλλοτε ατίθασο δάκρυ.
Συγκινημένος κι εγώ κάθισα κάπως αμήχανα να γράψω τούτα τα λόγια, όχι μονάχα ως δημιουργός της έκθεσης αλλά ως ταπεινός μαθητής που του αρέσει να διδάσκεται διαρκώς. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση να σχεδιαστεί μια τέτοια έκθεση – «πρωτότυπη» είπαν εκείνοι που ξέρουν -, να παρουσιαστεί το πανόραμα των εθίμων μιας ολόκληρης νήσου, να τονιστούν όλα εκείνα που μας συνδέουν με το μακρινό παρελθόν και που μεταφέρουν αξίες και νάματα. Επέλεξα 120 φωτογραφίες (ελάχιστες δεν χώρεσαν τελικά), διάλεξα εικόνες που εκφράζουν την ιδιαιτερότητα του πολιτισμού μας, τις λεπτές αποχρώσεις που του προσδίδουν στοιχεία μοναδικότητας. Ε, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο να μπορείς να χρησιμοποιήσεις λόγια του Σοφοκλή και του Παυσανία για να περιγράψεις ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ένα σύγχρονο έθιμο λαϊκής λατρείας.
Δεν ήθελα με την έκθεση αυτή, όπως και με τον τόμο «Λαϊκές Τελετουργίες στην Κρήτη», να συνθέσω ελεγείες για έναν χαμένο κόσμο. Ήθελα μόνο να επικαλεστώ το παράδειγμα του παραδοσιακού μας πολιτισμού, την αρμονική του σχέση με τον φυσικό κόσμο, τις εμπειρίες των γενεών, τις εμπειρίες που μετουσιώθηκαν σε καλούς αγωγούς της κοινωνικής συνοχής. Ήθελα να εκφράσω τον προβληματισμό μου για τη διαχείριση μιας σπουδαίας κληρονομιάς που κάποιοι άλλοι μας κληροδότησαν για να την παραδώσουμε στον πραγματικό κάτοχο, στις γενιές που θα ’ρθουν μετά από μας, και να βάλω, εν τέλει, ένα μικρό, ένα ελάχιστο λιθαράκι στο μεγάλο πολιτιστικό μετερίζι μας. Σας ευχαριστώ που γίνατε συνταξιδιώτες σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας, σας ευχαριστώ που σταματήσατε με σεβασμό και προσοχή όχι μπροστά στο δικό μου έργο αλλά μπροστά στα σπουδαία δημιουργήματα ενός ολόκληρου λαού. Σ’ εκείνον ανήκουν όλα, δική του περιουσία είναι.
Γιατί, δεν το κρύβω, φοβάμαι. Φοβάμαι την εποχή που δεν εύχομαι να έρθει ποτέ, την εποχή του ενός πολιτισμού, της μιας άποψης, της μιας γλώσσας· την εποχή της επιβολής και της ομοιότητας, την εποχή που θα κάμψει τις μικρές αντιστάσεις των λαών, τα έθιμα, τις τελετουργίες τους, καταργώντας στο τέλος την πολυχρωμία και την πολυμορφία του κόσμου μας. Την ομορφιά του, δηλαδή.
Δεν ήθελα να συνθέσω ελεγείες για έναν κόσμο χαμένο γιατί ο κόσμος αυτός παραμένει ακόμη ζωντανός. Και παραμένει ζωντανός γιατί βρίσκεται μέσα μας, γιατί πλάστηκε με μνήμη και βίωμα, γιατί γίνεται μέθεξη και κτήμα κοινό, γιατί ξανακαινουργιώνεται και ξαναπλάθεται κάθε που περνά η σκυτάλη από το ένα χέρι στο άλλο, από την παρούσα γενιά στην επόμενη.