Κεραμέως: Ο μέσος μισθός μπορεί να ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ έως το 2027
Τη γενικότερη εικόνα ως προς την εξέλιξη των μισθών στη χώρα μας, παρουσιάζει η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τονίζοντας ότι, τα τελευταία πέντε χρόνια, παρατηρείται μεγάλη αύξηση αποδοχών ιδιαίτερα σε ορισμένους τομείς. Σύμφωνα με την υπουργό Νίκη Κεραμέως, τα στοιχεία για την πορεία των μισθών στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά και όλα δείχνουν ότι έως το 2027 ο μέσος μισθός μπορεί να ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ, όπως ανέφερε και ο πρωθυπουργός.
«Όταν αναλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας το 2019, ο μέσος μισθός ήταν 1.036 ευρώ, ενώ, σήμερα, έχει ανέλθει στα 1.252 ευρώ. Στις θέσεις πλήρους απασχόλησης, ο μέσος μισθός είναι ήδη πάνω από τα 1.430 ευρώ» τονίζει η κα Κεραμέως και συμπληρώνει ότι, σήμερα, ο κατώτατος μισθός είναι 830 ευρώ από τα 650 ευρώ, που τον παρέλαβε η κυβέρνηση το 2019 και, μέχρι το 2027, θα φτάσει τα 950 ευρώ.
«Με αυτά τα δεδομένα, ο κατώτατος μισθός θα έχει αυξηθεί από το 2019 μέχρι το 2027 κατά 46%, με παράλληλη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες» σημειώνει η υπουργός Εργασίας, ενώ προσθέτει ότι, στο πλαίσιο ενσωμάτωσης ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχετικό σχέδιο νόμου, με το οποίο προτείνεται ένα νέο σύστημα υπολογισμού του κατώτατου μισθού πιο δίκαιο, πιο αντικειμενικό, πιο διαφανές, που θα ισχύσει από το 2028 και συναρτά τη διαμόρφωση του ύψους του κατώτατου μισθού με πραγματικά δεδομένα της οικονομίας.
Μάλιστα, διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση μεγάλων οικονομικών δυσχερειών, όπως μια πανδημία, «προβλέπεται η δυνατότητα ο μηχανισμός να παρεκκλίνει από τον αυτόματο μαθηματικό τύπο και ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται, μέσω διαβούλευσης. Ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, ο κατώτατος μισθός δεν θα μπορεί να μειώνεται».
Σχετικά με τα μέτρα τα οποία προτίθεται να λάβει το υπουργείο για την ενίσχυση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, η κα Κεραμέως δηλώνει ότι βούληση της κυβέρνησης είναι να ενισχυθούν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. «Αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, η οποία προγραμματίζεται εντός του προσεχούς Δεκεμβρίου, σχεδιάζουμε να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος εκτενούς διαλόγου με όλους τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους για το πώς μπορούμε να θεσπίσουμε περαιτέρω κίνητρα, για να ενισχύσουμε τις Συλλογικές Συμβάσεις» σημειώνει η υπουργός. Αναφορικά με την ανεργία, η κα Κεραμέως επισημαίνει ότι αυτή έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό σε σχέση με το 2019 και για πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια έχει πέσει κάτω από το 10%, ενώ, τα τελευταία πέντε χρόνια, έχουν δημιουργηθεί πάνω από 500.000 νέες θέσεις εργασίας.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «μέλημα της κυβέρνησης είναι η περαιτέρω τόνωση της απασχόλησης και η στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας και στην κατεύθυνση αυτή λαμβάνουμε συγκεκριμένες δράσεις, όπως πολιτικές για την τόνωση της απασχόλησης σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες: γυναίκες, νέους, άτομα με αναπηρία και συνταξιούχους, κατάρτιση και επανακατάρτιση σε πράσινες και ψηφιακές δεξιότητες με ζήτηση στην αγορά εργασίας, προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης, έμφαση στην επαγγελματική εκπαίδευση, αξιοποίηση του Μηχανισμού Διάγνωσης Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, “Ημέρες Καριέρας”, επαναπατρισμός Ελλήνων συμπολιτών μας, που έφυγαν κατά την περίοδο της κρίσης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, από τους 680.000 Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό, έχουν ήδη επιστρέψει πάνω από 350.000».
Μεταξύ άλλων, η υπουργός Εργασίας αναλύει τη διάταξη, με την οποία διορθώνεται η στρέβλωση σχετικά με την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων. Όπως εξηγεί, «όσο θα αυξάνεται η σύνταξη κατ’ έτος, αντίστοιχα θα αυξάνεται και το κατώφλι κάθε κατηγορίας της Εισφοράς Αλληλεγγύης, έτσι ώστε κανείς συνταξιούχος να μην υφίσταται μείωση, εξαιτίας της αύξησης στις συντάξεις και να λαμβάνουν όλοι στο ακέραιο την εν λόγω αύξηση».
Επίσης, η κα Κεραμέως υπογραμμίζει ότι τον Δεκέμβριο θα δοθεί οικονομική ενίσχυση σε συνταξιούχους, οι οποίοι διατηρούν προσωπική διαφορά άνω των 10 ευρώ. Η ενίσχυση θα κυμαίνεται μεταξύ 100 και 200 ευρώ ανάλογα με το ποσό της σύνταξης και αφορά συντάξεις, μέχρι 1.600 ευρώ.