Νομοθετική ρύθμιση για μείωση των υψηλών τραπεζικών προμηθειών ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία
Την αναγκαιότητα νομοθετικής ρύθμισης προκειμένου να αναγκαστούν οι τράπεζες να μειώσουν τις εξαιρετικά υψηλές προμήθειες με τις οποίες χρεώνουν τους συναλλασσόμενους, ζητούν Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, με την κατάθεση σχετικής Ερώτησης προς τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών που κατέθεσαν με πρωτοβουλία του Νίκου Παππά και την συνυπογραφή, μεταξύ άλλων, του Τομεάρχη Υποδομών & Μεταφορών Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, Βουλευτή Ηρακλείου Χάρη Μαμουλάκης.
«Για μια ακόμη φορά φέρνουμε στη Βουλή τις καταχρηστικές πρακτικές των τραπεζών που οδηγούν σε υψηλές χρεώσεις προμηθειών προς τους συναλλασσόμενους» αναφέρει σε δήλωσή του ο Χάρης Μαμουλάκης, τονίζοντας: «Ο αρμόδιος Υπουργός έχει παραδεχθεί ότι υπάρχει περιθώριο παρέμβασης από την πλευρά της Πολιτείας, αλλά παρόλα αυτά δεν έχει προχωρήσει σε κάποια πρωτοβουλία, με αποτέλεσμα ο τραπεζικός τομέας να απολαμβάνει υψηλή κερδοφορία και να επιβάλλει υψηλές προμήθειες σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα χωρίς να προσφέρει την απαραίτητη ρευστότητα και ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση της Ν.Δ. επιτρέπει στις τράπεζες να συνεχίζουν να κερδοφορούν αλόγιστα και να καθορίζουν την οικονομική ζωή της χώρας και τη ρευστότητα της οικονομίας εις βάρος των νοικοκυριών και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Πρόσφατα δε, φρόντισε με τροπολογία της, να αφαιρέσει ουσιαστικά από τις οικονομικές ανακριτικές αρχές την αρμοδιότητα της διερεύνησης τραπεζικών υποθέσεων.».
Με την Ερώτηση, τονίζεται ότι χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία, επιλέγουν την επιβολή χαμηλότερων χρεώσεων στις χαμηλού κόστους συναλλαγές (εμβάσματα, αναλήψεις από ΑΤΜ, κ.λπ.) και, ταυτόχρονα, προωθούν τα πακέτα μηνιαίων συνδρομών, κάτι που οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν υιοθετήσει. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι την τελευταία τριετία έχει αυξηθεί κατακόρυφα η κερδοφορία από προμήθειες και χρεώσεις, προκαλώντας το ενδιαφέρον ξένων ομίλων, οι οποίοι εξαγόρασαν τον τομέα καρτών των ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Γίνεται επίσης αναφορά στο ότι ο αρμόδιος Υπουργός αρέσκεται να θέτει αυστηρές προθεσμίες μόνο στα μέτρα που απευθύνονται στη μικρή και μεσαία επιχείρηση, καθώς και στο ότι ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος επιδεικνύει αρνητικές επιδόσεις στο κόστος δανεισμού καθώς διατηρεί μια δυσθεώρητη διαφορά επιτοκίων καταθέσεων και δανείων και ζητούνται απαντήσεις στα ερωτήματα:
1. Γιατί εφόσον ο τραπεζικός τομέας έχει επιδείξει ανικανότητα ή και αρνείται να αυτορυθμιστεί σε θέματα προμηθειών και προσπαθεί να γίνει ελκυστικός για την προσέλκυση ξένων επενδυτών, δεν προχωρά η κυβέρνηση της Ν.Δ. στη νομοθετική ρύθμιση, που δύναται, κατά τα λεγόμενά του, να υπάρξει και που ζητά το σύνολο του εμπορικού κόσμου αλλά και οι απλοί πολίτες;
2. Σκοπεύει να συγκεκριμενοποιήσει ποιες ποιοτικές αλλαγές και ποια επίπεδα μειώσεων επιθυμεί να δει να εφαρμόζονται από τον τραπεζικό κλάδο;
3. Εφόσον ο τραπεζικός κλάδος αρνείται την «αυτορρύθμιση» στο συγκεκριμένο θέμα, αυτό δεν αποτελεί παραδοχή ότι η αγορά των τραπεζικών υπηρεσιών λειτουργεί ολιγοπωλιακά και όχι σε ελεύθερες συνθήκες και αποδοτικού ανταγωνισμού; Σε ποιες ενέργειες σκοπεύει να προχωρήσει άμεσα η κυβέρνηση της Ν.Δ.;
4. Θα προχωρήσει σε παρέμβαση για να διευθετηθεί και το μεγάλο πρόβλημα της δυσθεώρητης διαφοράς επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού;