Τα έθιμα των Χριστουγέννων σε όλη την Ελλάδα: Μωμόγεροι, γουρουνοχαρά, Ραγκουτσάρια
Στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα είναι μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές εορτές. Η ευχή «Καλές γιορτές» είναι από τις πιο χαρακτηριστικές κατά τη περίοδο πριν και μετά τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνια (Δωδεκαήμερο).
Σε όλη τη χώρα τα παιδιά τριγυρνούν από σπίτι σε σπίτι για να πουν τα κάλαντα τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων, ενώ στις 12.00 τα μεσάνυκτα ανάβουν φωτιές για να διώξουν τους καλικάντζαρους, έθιμο κυρίως της υπαίθρου.
Διαβάστε ορισμένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα στη χώρα μας:
Οι μωμόγεροι, έθιμο της Βόρειας Ελλάδας
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει στην κυριολεξία σχετικά με τους Καλικάντζαρους, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν τον κόσμο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, τότε δηλαδή που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική, οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά.
Στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας εμφανίζεται το έθιμο των μεταμφιέσεων, που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους. Οι μεταμφιεσμένοι, που λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια, φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κλπ) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα. Άμα συναντηθούν δυο παρέες, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Στη Μακεδονία, χαρακτηριστικό είναι και το έθιμο του Χριστόξυλου. Το Χριστόξυλο είναι το πιο γερό και το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο και ελιά που μπορεί να βρει ο σπιτονοικοκύρης, το οποίο σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, μεταφέρει στο σπίτι του. Το ξύλο αυτό θα έκαιγε για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (μέχρι και τα Φώτα) και η στάχτη θα προφύλασσε το σπίτι αλλά και τα χωράφια από κάθε κακό.
Η «γουρουνοχαρά» και το «πάντρεμα της Φωτιάς»
Στη Θεσσαλία, ένα από τα πιο γνωστά χριστουγεννιάτικα έθιμα είναι το σφάξιμο του γουρουνιού ή αλλιώς, η γουρουνοχαρά. Την ημέρα αυτή σφάζουν τα γουρούνια που έχουν θρέψει σχεδόν ένα χρόνο πριν και κυριολεκτικά δεν πάει τίποτα χαμένο!
Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδα είθισται να… παντρεύουν τη φωτιά. Αυτό προϋποθέτει το πάντρεμα ενός «θηλυκού» ξύλου (πχ. κερασιά) και ενός «αρσενικού», (πχ. κέδ-ρος). Τα κορίτσια της οικογένειας έβαζαν δίπλα από το αναμμένο τζάκι κλωνάρια από το «αρσενικό» και τα αγόρια κλωνάρια από το «θηλυκό».
Το «αναμμένο πουρνάρι»
Στην ‘Ήπειρο, συνηθίζουν να κρατούν ένα κλαδί από πουρνάρι στο χέρι όταν επισκέπτονται φίλους ή γείτονες, το οποίο το ανάβουν στο δρόμο και γεμίζουν φως τα σκοτεινά μονοπάτια ή δρομάκια. Το έθιμο αυτό βασίζεται σε μια παλιά παράδοση όπου θέλει τους βοσκούς που επισκέφθηκαν τη φάτνη του Χριστού για να προσκυνήσουν, να ανάβουν πουρνάρια για να βρουν το δρόμο τους μέσα από το σκοτεινό βουνό.
Τα Ραγκουτσάρια (Καστοριά)
Μέσ’ την καρδιά του χειμώνα και κατά τη διάρκεια των τελευταίων ωρών του δωδεκαήμερου, η πόλη της Καστοριάς παραδίνεται σ’ ένα μοναδικό τριήμερο γλέντι χαράς και ξεφαντώματος, που γεννιέται αυθόρμητα μέσα στις αμέτρητες παρέες των μικρών και μεγάλων που παίρνουν μέρος.
Στις 6, 7 και 8 Ιανουαρίου, οι δρόμοι και τα σοκάκια της πόλης σφύζουν από τις συντροφιές των ραγκουτσάρηδων (μεταμφιεσμένων), που χαίρονται, γλεντούν και χορεύουν στο ρυθμό της ξεγνοιασιάς, σκορπώντας ολόγυρα χαρά και κέφι.
Όλοι οι κάτοικοι της πόλης παραδίνονται σ’ ένα ξεχωριστό Διονυσιακό ξεφάντωμα, με τη συ-νοδεία των λαϊκών οργάνων που παιανίζουν όλα τα παραδοσιακά μουσικά ακούσματα της περιοχής. Πρόκειται για πανάρχαιες συνήθειες, η προέλευση των οποίων χάνεται μέσα στο χρόνο.
Παρά τις δυσκολίες που συνάντησαν σε μια μακροχρόνια διαδρομή, πολλά από τα στοιχεία αυτών των λατρευτικών εκδηλώσεων, που είναι γνωστές από τα ελληνορωμαϊκά χρόνια, κατάφεραν να διατηρηθούν και να φτάσουν μέσω του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας έως τις μέρες μας.
Τσιτσί (Τυχερό Έβρου)
Τα «τσιτσί» συνδέονται με τον ερχομό των καλικάντζαρων στον επάνω κόσμο και παρομοιάζονται με πολύ μεγάλες γάτες, οι οποίες εμφανίζονται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και προκαλούν ζημιές σε όσα σπίτια δεν προσφέρουν λεφτά, όταν χτυπούν στους τοίχους τους. Ανήμερα τα Χριστούγεννα χτυπούν οι καμπάνες σημαίνοντας το τέλος της κυριαρχίας αυτών των πλασμάτων, ενώ τα παιδιά του χωριού περιφέρονται με το τσατάλ, βέργα με διχάλα στο ένα άκρο της, και ένα ταψί στο οποίο συγκεντρώνουν τα κεράσματα και τραγουδούν "Τσιτσί κολουντρί χάπε ντέρε σε ιγκούδιν" (δηλαδή: Τσιτσί κολουντρί ανοίξτε την πόρτα, γιατί ξημέρωσε). Στο παρελθόν, εκείνοι που δεν άνοιγαν την πόρτα τους τιμωρούνταν παραδειγματικά με τη μεταφορά κάποιου αντικειμένου από την αυλή τους στο δρόμο ή στην πλατεία του χωριού. Σήμερα η σκανταλιά έχει μεγαλύτερη σημασία από αυτό καθαυτό το κέρασμα.
Τα καρκατζόλια στα χωριά της Έξω Μάνης
«Τις λιγοστές ώρες που μέναμε το βράδυ στο μαγερειό, κοντά στην αναμμένη φωτογονία, πνιγμένοι στον καπνό, ακούγαμε τις κυράδες μας, να μας λένε για τα καρκατζόλια (καλλικαν-τζάρους), που ήταν λέει κάτι μαγαρισμένα δαιμονικά. Όλο το χρόνο ζούσαν κάτω από τη Γη και προσπαθούσαν να κόψουν το τεράστιο δέντρο που την κράταγε με όλες τις πολιτείες και τα Χωριά της. Ήθελαν να την δουν να γκρεμίζεται στο χάος και να γελάνε. Παραμονές όμως Χριστουγέννων άφηναν το κόψιμο του δέντρου και ανέβαιναν πάνω στη Γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους, γιορτές μέρες που έρχονταν, μαγαρίζοντας τα φαγητά και τα γλυκά τους. Έμεναν μέχρι την Πρωτάγιαση, που αγιάζονταν τα νερά. Τότε έλεγαν γεμάτα τρόμο: "Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ’ ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του", και έφευγαν. Στο μεταξύ το μισοκομμένο δέντρο είχε θρέψει, και οι κουτούτσικοι καλλικάντζαροι πολέμαγαν πάλι από την αρχή και πάλι το άφηναν μισοκομμένο τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Έτσι η γη έμενε και θα μένει στη θέση της.»
Τα Τσιλικρωτά (Δυτική Μάνη)
Και στη Μάνη ακούγονται δοξασίες για τα δαιμονικά και άλλα υπερφυσικά όντα, που βγαίνουν τα δωδεκαήμερα από του Χριστού ως τα Φώτα. Πρόκειται για τους Καλικάντζαρους. Πολλοί λαογράφοι υποστηρίζουν πως είναι οι Καλικάντζαροι απόγονοι του τραγοπόδη θεού Πάνα ή των Σατύρων, που πηδήσανε από την μυθολογία στη χριστιανική ζωή. Ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας Νικ. Γ. Πολίτης στις «Παραδόσεις» του αναφέρεται σε Λυκοκατζαραίους, Σκαλικαντζέρια, Καρκαντζέλια, Κωλοβελώνηδες, Πλανηταρούδια, Κάηδες, Παγανά. Στην περιοχή της Αντρούβιτσας (Δ. Μάνη) ονομάζουν τους Καλικάντζαρους Τσιλικρωτά.
Τους Καλικάντζαρους που μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γιατί τους προσελκύει η μυρωδιά του λαδιού από τις τηγανίδες, ο λαός τους έχει πλάσει ψηλούς, μαυριδερούς, ισχνούς, άσχημους με κόκκινα άγρια μάτια και τριχωτό όλο το σώμα.
Θεωρούνται «μαγαρισμένοι» και σιχαμεροί, κάνουν ζημιές όπως: σβήνουν τη φωτιά, μαγαρίζουν τα εδέσματα, παρενοχλούν τους ανθρώπους, κυρίως τα παιδιά και τις γριές και χοροπηδάνε στους δρόμους. Τρώνε βατράχους, χελώνες, φίδια, σκουλήκια κ.ά. Οι άνθρωποι προσπαθούν να εξολοθρεύσουν τις βλαπτικές τους ενέργειες με εξορκισμούς ή προσφορά γλυκισμάτων, τηγανίδων κ.τ.λ. Στη Μάνη ακούγονται και στην εποχή μας κάποια λαϊκά στιχουργήματα για τους Καλικάντζαρους:
Αρορίτες είμαστε,
αραρά γυρεύουμε
τηγανίδες θέλομε
τα παιδιά τα παίρνουμε
ή το (γ)κούρο ή τη (γ)κότα
ή θα σπάσαμε τη (μ)πόρτα.
Φοβούνται τον αγιασμό, γιατί, όποιος βραχεί με αγιασμένο νερό, αφανίζεται. Όταν βλέπουν τον παπά που αγιάζει, τρέχουν φωνάζοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε
τι έφτασε ο σκυλόπαπας
με την αγιαστούρα του
Τα καρακατζόλια (Κρήτη)
Η κρητική άποψη για τα καρακατζόλια είναι ότι τα παιδιά που γεννιούνται την ημέρα τω Χριστουγέννων (άρα έχουνε συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού, που καλό είναι, από σε-βασμό στην Παναγία, να αποφεύγει κανείς την ερωτική πράξη) μεταμορφώνονται σε καρακατζόληδες κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και, την ημέρα τ’ Αγιασμού (όπου ο καθαγιασμός της φύσης διώχνει όλα τα κακά –αρχαία δοξασία κι αυτό), ξαναγίνονται άνθρωποι –αυτό συνεχίζεται κι όταν μεγαλώνουν.
Τέλος το έθιμο της κοπής της Βασιλόπιτας είναι ένα από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν. Έχει τις ρίζες του σε μία ιστορία που συνέβη πριν από εκατοντάδες χρόνια στην πόλη Καισάρεια της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, όταν την πολιορκούσε ένας αδίστακτος στρατηγός ο οποίος απαίτησε όλο το χρυσάφι της πόλης για να σταματήσει την πολιορκία. Ο Μέγας Βασίλειος προσευχήθηκε για να προστατεύσει την πόλη, και μετά παρουσίασε στον στρατηγό τα χρυσαφικά που είχε μαζέψει από τους κατοίκους. Όταν ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι για να τα δει έγινε θαύμα και ένας καβαλάρης όρμησε πάνω στο στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο αφανίστηκαν και η πόλη σώθηκε. Για να επιστραφούν τα χρυσαφικά στους κατοίκους ζύμωσαν ψωμάκια και τα έβαλαν μέσα.
Με αυτό τον τρόπο η κάθε οικογένεια έπαιρνε ένα ψωμάκι που κόβοντάς το έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα, που έφερε χαρά κι ευλογία μαζί.