Τέμπη: Ραγίζουν καρδιές οι μαρτυρίες των επιζώντων που βγήκαν από τα συντρίμμια
Στα χέρια του κρατά το εισιτήριο που λίγο έλειψε να το κοστίσει τη ζωή. Το σακίδιο με το οποίο ταξίδευε. Στο πρόσωπό του ακόμη τα σημάδια.
Ο Θεόδωρος Κατσιούλης που επέβαινε στο τρίτο βαγόνι του μοιραίου τρένου περιέγραψε στο MEGA τον εφιάλτη που έζησε.
Φοβήθηκε. Πίστεψε πως θα πεθάνει και άρχισε να προσεύχεται. Όταν όμως κάποιος φοιτητής έσπασε το τζάμι δεν έφυγε. Έμεινε εκεί για να βοηθήσει τους συνεπιβάτες του.
Η Βάσω Κόκκαλη τα κατάφερε, όχι όμως κάποιοι συνεπιβάτες της στο τρίτο βαγόνι.
«Εμείς βγήκαμε αλλά μέσα υπήρχαν άνθρωποι που δεν βγήκανε. Μέσα στο βαγόνι που εμείς δεν μπορούσαμε να το βγάλουμε εκείνη τη στιγμή που το βγάλανε μετά και βρέθηκε απανθρακωμένο. Υποτίθεται ειδοποιήσανε τους διασώστες να το πάρουνε γιατί είχε σφυγμό ακόμη και δυο μέρες την αναζητούσαν την κοπέλα. Τα παιδιά την απεγκλωβίσανε, ήταν έτοιμη να βγει κοντά στα παράθυρα και δεν μπορούσαν να την βγάλουν λόγω της κατάστασής της και μαθαίνω μετά ότι η κοπέλα απανθρακώθηκε», είπε κλαίγοντας.
Σήμερα στο αστυνομικό τμήμα Λάρισας αρκετοί φοιτητές πήγαν για να παραλάβουν τα πράγματά τους. Ένα μέρος όμως της ψυχής τους θα μείνει για πάντα σε εκείνα τα βαγόνια.
«Απλά νιώσαμε ένα τεράστιο τράνταγμα και γυαλιά παντού γυαλιά. Εγώ αυτό θυμάμαι, γυαλιά να πέφτουνε. Να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, να μην ξανασυμβεί. Να μη ζήσει κανείς άνθρωπος αυτό που ζήσαμε εμείς εκεί μέσα. Δεν ξέραμε ότι ταξιδεύαμε έτσι, με βάρκα την ελπίδα, αλλιώς δεν θα μπαίναμε», δήλωσε μία φοιτήτρια.
Γονείς που στάθηκαν τυχεροί και κρατούν τα παιδιά τους στην αγκαλιά τους περιγράφουν πως τα παιδιά τους κατάφεραν να σωθούν.
«Με πήρε τηλέφωνο το βράδυ που έγινε 2 παρά τέταρτο ένας συνεπιβάτης από το έκτο που τη διέσωσε με ένα άλλο παιδί και πέντε η ώρα ήμουν Λάρισα. Είχε την πρόνοια ο άνθρωπος αυτός που με πήρε τηλέφωνο, που έδωσε το τηλέφωνο η κόρη μου το κινητό, να μου την δώσει να την ακούσω για να είμαι βέβαιος ότι είναι ζωντανή τουλάχιστον», είπε ο Μιχάλης Αξαμανόγλου.
Λίγο πριν τις 12 το βράδυ της Τρίτης μία μητέρα δέχτηκε τηλεφώνημα από την κόρη της που επέβαινε στο μοιραίο τρένο.
«Σε κατάσταση αλλοφροσύνης όταν ακούς το παιδί σου να φωνάζει «βοήθεια, ελάτε μαμά να μας σώσετε, έχουμε κλειστεί μέσα». Είχαν σπάσει τα τζάμια και μπαίνανε οι καπνοί από το παράθυρο. Ήταν αποπνικτική η ατμόσφαιρα και έλεγε θα πεθάνουμε από ασφυξία. Ουρλιαχτά από τον κόσμο, να τσιρίζει, δεν μπορώ να σας πω σε τι κατάσταση βρεθήκαμε κι εγώ κι ο πατέρα της. Φύγαμε σχεδόν με τις πιτζάμες», δήλωσε.
Η Ελένη, ο Κώστας, ο Θόδωρος, η Βάσω βρίσκονται στην αγκαλιά των συγγενών τους. Για δεκάδες όμως συνεπιβάτες τους αυτό ήταν το τελευταίο τους ταξίδι.