Tι να αναμένει η Ελλάδα μετά την αντιπροσφυγική στροφή της Γερμανίας
Ανησυχητικές γεωπολιτικές εξελίξεις, δρομολογεί η αντιπροσφυγική στροφή της Γερμανίας, που -πιεζόμενη από την εγχώρια Ακροδεξιά, από σήμερα έθεσε σε ισχύ ελέγχους κατά μήκος όλων των συνόρων της επικράτειας, με στόχο τον περιορισμό των δευτερογενών προσφυγικών ροών. Η χώρα που επί χρόνια τασσόταν υπέρ της πολιτικής των «ανοικτών συνόρων, έκανε «στροφή» 180 μοιρών, και έφτασε στο σημείο να γίνει η πρώτη που «κλείνει» τα σύνορά της, κάτι που αυξάνει την πίεση για τις χώρες πρώτης υποδοχής, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, με την ελληνική κυβέρνηση να επιχειρεί να προλάβει τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που ενδέχεται να προκληθούν.
Η ελληνική κυβέρνηση διαμηνύει ότι δεν θα δεχθεί επιστροφές μεταναστών κατά παρέκκλιση του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου και σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις της. Ταυτόχρονα υπεραμύνεται της ενίσχυσης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, επιμένοντας παράλληλα στη γραμμή της «ενεργητικής αποτροπής» από το Λιμενικό.
Διάσκεψη
Υπό τις νέες συνθήκες η κυβέρνηση αναζητεί συμμαχίες και σε πρώτη φάση βρίσκεται σε συνεννόηση με τις κυβερνήσεις της Αυστρίας και της Πολωνίας, ενώ αναμένεται ότι κάτι ανάλογο θα επιδιωχθεί με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Μάλτα και τη Βουλγαρία. Η πρώτη κρίσιμη μάχη για το θέμα θα ξεκινήσει μάλιστα σήμερα, στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Μετανάστευση στο Βερολίνο.
Ο αρμόδιος υπουργός, Νίκος Παναγιωτόπουλος, αναμένεται να επαναλάβει στη Διάσκεψη πως δεν είναι λύση για το μεταναστευτικό η μονομερής κατάργηση της συνθήκης Σένγκεν και να ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορεί τα κράτη μέλη του Βορρά να πετούν το μπαλάκι στις χώρες πρώτης υποδοχής, χωρίς ούτε καν αύξηση της χρηματοδότησης. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη την περασμένη εβδομάδα κατά την συνάντησή του με τον καγκελάριο της Αυστρίας. Ο πρωθυπουργός είπε, ότι δεν πρόκειται η Ελλάδα να επωμιστεί το δυσανάλογο βάρος του μεταναστευτικού και ότι δεν νοείται η μονομερής κατάργηση ευρωπαϊκών συνθηκών και συμφωνιών.
«Δεν θα ήταν σωστό να κινηθούμε σε μια λογική ad hoc εξαιρέσεων από τη Συνθήκη Σένγκεν, με συνοριακούς ελέγχους οι οποίοι μπορεί να μην επιτρέψουν τελικά την ελεύθερη διακίνηση πολιτών και να κάνουν ζημιά σε μία από τις θεμελιώδεις κατακτήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης», είπε, προσθέτοντας ότι «η εφαρμογή του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Ασυλο, θα έλεγα ένας δίκαιος συμβιβασμός ανάμεσα σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, που αναγνωρίζει τη μεγάλη σημασία που πρέπει να δίνουμε στην εξωτερική φύλαξη των συνόρων. Χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα για να μπορούμε να επιτελούμε αυτή την αποστολή».
«Ενεργητική αποτροπή»
Ο πρωθυπουργός για άλλη μια φορά αρνήθηκε την παράνομη πρακτική των επαναπροωθήσεων, κάνοντας λόγο για «θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα», ωστόσο επέμεινε στην πολιτική της «ενεργητικής αποτροπής», λέγοντας ότι «αποτελεί αποστολή την οποία το Λιμενικό πρέπει να επιτελεί». Στο ίδιο πλαίσιο υποστήριξε ότι «στείλαμε ένα μήνυμα, με αυτή την ενεργητική πολιτική, ότι δεν θα κάνουν κουμάντο οι διακινητές». Ο κ. Μητσοτάκης θα θέσει το ζήτημα τον Οκτώβριο τόσο στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, όσο και στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τα Δυτικά Βαλκάνια στη Γερμανία.
Ο παράγοντας Ερντογάν
Εξάλλου στις 27 Σεπτεμβρίου, ο κ. Μητσοτάκης θα έχει και νέα συνάντηση με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη Αν και οι τουρκικές αξιώσεις δεν συνηγορούν στο να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος, η κυβέρνηση, θέλει να κρατά τους διαύλους ανοιχτούς και ήρεμα τα νερά, ώστε να συνεχιστεί η συνεργασία στο μεταναστευτικό.
“Το μεταναστευτικό είναι ένας από τους διαρκείς λόγους που νομίζω επιβάλλουν τη συνεργασία μεταξύ ελληνικών και τουρκικών αρχών. Μετά το 2020 και τη μεγάλη μεταναστευτική κρίση, έχει υπάρξει μια σταδιακή ύφεση”, δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Με το βλέμμα προς τα δεξιά
Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνοτουρκικά και η πιθανή αναζωπύρωση μιας μεταναστευτικής κρίσης, προκαλούν πονοκέφαλο στο Μαξίμου καθώς εκτός των άλλων είναι ζητήματα που θεωρούνται προνομιακά για τη δεξιά πτέρυγα της ΝΔ, και πιθανό πεδίο εσωκομματικών αναταράξεων.