Τραπεζικό σαφάρι για νέες καταθέσεις. Eμπόδιο οι κατασχέσεις για χρέη προς το Δημόσιο

Σοβαρό εμπόδιο οι άμεσες κατασχέσεις για χρέη προς το Δημόσιο

Αποδόσεις που μόνο ελκυστικές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν προσφέρουν αυτή τη στιγμή οι τράπεζες στους καταθέτες, με αποτέλεσμα το ούτως ή άλλως δύσκολο εγχείρημα της επιστροφής ρευστού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα να καθίσταται ακόμη δυσκολότερο. Συγκεκριμένα, οι αποδόσεις των προθεσμιακών κυμαίνονται αυτή την περίοδο στα επίπεδα μεταξύ 0,20% – 0,60%, όταν πριν από μερικά χρόνια ξεκινούσαν από 4% και έφταναν το 7%.

Βέβαια εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι την εποχή των υψηλών καταθέσεων λειτουργούσαν στην ελληνική αγορά πάνω από δέκα τράπεζες και όχι πέντε όπως σήμερα, με τις τέσσερις από αυτές να είναι συστημικές.

Για να καταφέρουν, λοιπόν, οι τράπεζες να προσελκύσουν περισσότερο χρήμα στα ταμεία τους από αυτό που πιθανολογείται ότι κρύβεται σε στρώματα, σεντούκια και θυρίδες, έχουν δημιουργήσει ειδικά προγράμματα καταθέσεων ακόμη και «στοιχηματικού» χαρακτήρα. Δηλαδή καταθέσεων – προϊόντων που δίνουν μεγαλύτερες αποδόσεις αν, π.χ., η ισοτιμία ευρώ / δολαρίου μείνει σε ένα συγκεκριμένο εύρος ή αν χρηματιστηριακοί δείκτες δεν ξεπεράσουν κάποια επίπεδα κ.λπ.

Επίσης οι τράπεζες δίνουν μεγαλύτερες αποδόσεις σε καταθέσεις που θα δημιουργηθούν με «νεοεισερχόμενο» χρήμα, το οποίο αποδεδειγμένα δεν προέρχεται από μεταφορά λογαριασμού άλλης ελληνικής τράπεζας.

Οι τράπεζες προβαίνουν σε τέτοιους σχεδιασμούς καθώς τους δίνει το δικαίωμα το θεσμικό πλαίσιο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μετά την υιοθέτηση της κοινοτικής οδηγίας MIFID II.

Σύμφωνα με στελέχη της τραπεζικής αγοράς, η αύξηση των καταθέσεων που κατεγράφη τον Φεβρουάριο από τη μία προκύπτει λόγω των χαμηλότερων φορολογικών υποχρεώσεων τον μήνα αυτό, από την άλλη λόγω του «σαφάρι» που διενεργούν οι τράπεζες με διάφορες μεθόδους προκειμένου να προσελκύσουν νέες καταθέσεις. Η συστηματική και αδιάλειπτη προσπάθεια από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων να επανέλθουν χρήματα στο ταμείο τους, τα οποία προέρχονται από το σεντούκι και τα στρώματα, αλλά και από τις καταθέσεις του εξωτερικού, φαίνεται, σε ένα βαθμό, να αποδίδει.

Ποιες είναι οι αποδόσεις

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν το στάνταρ «όπλο» της αύξησης των επιτοκίων, το οποίο βοηθά ουσιαστικά την προσέλκυση των καταθετών, κάτι που μέχρι πρότινος δεν συνέβαινε. Τα υψηλότερα επιτόκια αφορούν αποκλειστικά το νέο χρήμα. Οι αποδόσεις για όλες τις καταθέσεις που δεν αποτελούν καινούργιο χρήμα κυμαίνονται, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μεταξύ 0,20% και 0,60%, ακόμη κι αν πρόκειται για υπέρογκα ποσά (1 εκατ. και άνω), που όμως βρίσκονται στο σύστημα και αλλάζουν απλώς τράπεζα ή ανανεώνονται.

Η προαναφερόμενη καμπύλη επιτοκίων αφορά καταθέσεις από 10.000 ευρώ, ενώ, όπως σημειώνουν τραπεζικές πηγές, αποδόσεις ύψους 0,60% μπορούν να λάβουν καταθέτες με ποσό το οποίο ξεκινά από τα 200.000 ευρώ.

Όταν όμως μιλάμε για κεφάλαια εκτός τραπεζικού συστήματος, είτε αυτά έρχονται από το εξωτερικό είτε από τα στρώματα, οι λογικές που αναπτύσσονται διαφοροποιούνται αισθητά. Και μπορεί οι παλαιοί και συνεπείς καταθέτες – όσοι λόγω φόβου δεν έφυγαν από το σύστημα – να μην ανταμείβονται, όπως άλλωστε συμβαίνει και για τους συνεπείς δανειολήπτες, ωστόσο όσοι αποφασίσουν να φέρουν νέο χρήμα στο σύστημα απολαμβάνουν επιτόκια που φθάνουν και ξεπερνούν ελαφρώς τη μονάδα.

Σύνθετα προϊόντα και αποδόσεις

Μάλιστα, βάσει της MIFID II, οι συγκεκριμένοι καταθέτες έχουν κι άλλες επιλογές σύνθετων αλλά και «στοιχηματικών» προϊόντων. Δηλαδή, βάσει ορισμένων σύνθετων προϊόντων, απολαμβάνουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μια σχετικά ικανοποιητική απόδοση της καμπύλης επιτοκίων (0,5% αν κλείσουν το πορτοφόλι τους για ένα τετράμηνο), αλλά συγχρόνως μπορούν να λάβουν επιπλέον απόδοση ίση ή και μεγαλύτερη του 1,5% αν στοιχηματίσουν στην ισοτιμία ευρώ – δολαρίου και στο ίδιο διάστημα η ισοτιμία αυτή κινηθεί εντός ορίων.

Οι καταθέσεις αυτής της λογικής – που όχι εντελώς άδικα, αλλά πάντως καθ’ υπερβολή ονομάζονται και στοιχηματικές – χρησιμοποιούνται από την τράπεζα για να καλύψουν κινδύνους ισοτιμίας και επομένως δίνουν υψηλότερες αποδόσεις στους καταθέτες. Βεβαίως η στοιχηματική λογική δεν προβλέπει απώλειες για τον καταθέτη σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο, αλλά μόνο επιπλέον κέρδη ή μη κέρδη σε ό,τι αφορά την απόδοση.

Η λογική που αναπτύσσουν οι τράπεζες δείχνει πόσο δύσκολο είναι να εισέλθουν νέα κεφάλαια στο τραπεζικό σύστημα, όχι τόσο επειδή οι καταθέτες δεν εμπιστεύονται πια τις τράπεζες όσο επειδή οι άμεσες κατασχέσεις, κυρίως για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές, σε μια οικονομία που παρακολουθεί καχεκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι φαινόμενο καθημερινό.

Το δημόσιο χρέος επί… δύο χάθηκε στην κρίση

Σύμφωνα με υπολογισμούς από διάφορες πηγές που έχουν γίνει κατά καιρούς, προκύπτει ότι από την αρχή της κρίσης μέχρι και σήμερα η περιουσία των Ελλήνων μειώθηκε κατά 600 δισ. ευρώ. Οι καταθέσεις ήταν 235 δισ. ευρώ και ύστερα από εννέα χρόνια κρίσης εμφανίζονται στα 125 δισ. ευρώ.

Για κάποιους η μείωση της αξίας της περιουσίας τους είναι «θεωρητική», καθώς δεν χρειάστηκε να ρευστοποιήσουν κατά τη διάρκεια της κρίσης και τώρα προσβλέπουν σε μια μακρά περίοδο ανάκαμψης για να καλύψουν τα «σπασμένα». Για όλους όμως η κρίση αυτή κόστισε κάτι, από λίγα μέχρι πολλά. Για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, οι απώλειες είναι πραγματικές και οριστικές. Ακίνητα που πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές, μετοχές εταιρειών που ρευστοποιήθηκαν ή που απαξιώθηκαν πλήρως, λόγω χρεωκοπίας των επιχειρήσεων, τραπεζικοί λογαριασμοί που άδειασαν, προκάλεσαν στους πολίτες απώλειες οι οποίες θα ανακτηθούν ύστερα από πολλά χρόνια ή ποτέ.

Η χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων στο Χ.Α. εταιρειών τον Δεκέμβριο του 2009 ανερχόταν στα 83,447 δισ. ευρώ και αντιστοιχούσε στο 33,4% του ΑΕΠ. Είχε βρεθεί βέβαια το 2007 και στα 195,5 δισ. ευρώ, με το ποσό αυτό να αντιστοιχεί στο 79,8% του ΑΕΠ. Το 2017 έκλεισε με τη χρηματιστηριακή αξία του συνόλου των μετοχών να διαμορφώνεται στα 54 δισ. ευρώ.

Εκ πρώτης όψεως, δηλαδή, έχουν χαθεί περίπου 30 δισ. ευρώ. Αυτή όμως δεν είναι η πραγματική εικόνα. Αν συνυπολογιστούν και τα κεφάλαια που εισέρρευσαν αυτό το διάστημα, ειδικά για την ενίσχυση των τραπεζών, οι απώλειες εκτιμώνται σε πάνω από 60 δισ. ευρώ.

Τέλος, δραματικά είναι τα στοιχεία για την αξία των ακινήτων, που εκτιμάται πως έχει μειωθεί κατά 40% από τις αρχές της κρίσης μέχρι σήμερα. Οι απώλειες υπολογίζονται σε 400 δισ. ευρώ, αν σκεφθεί κανείς πως η αξία των ακινήτων προ κρίσης διαμορφωνόταν στο 1 τρισ. ευρώ.

topontiki